Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αλεσσάντρο Σκαρλάττι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αλεσσάντρο Σκαρλάττι
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Alessandro Scarlatti (Ιταλικά)
Προφορά
Γέννηση2  Μαΐου 1660[1][2][3]
Παλέρμο[4][5]
Θάνατος22  Οκτωβρίου 1725[1][2][3]
Νάπολη[5]
Ιδιότητασυνθέτης[3][6] και τσεμπαλίστας[7]
ΤέκναΝτομένικο Σκαρλάττι και Πιέτρο Φίλιππο Σκαρλάττι
ΣυγγενείςGiuseppe Scarlatti (εγγονός)
Κίνημαμπαρόκ μουσική
Όργανατσέμπαλο
Είδος τέχνηςκλασική μουσική, όπερα και liturgical music
Καλλιτεχνικά ρεύματαμπαρόκ μουσική
Σημαντικά έργαLa Santissima Annunziata, Stabat Mater, Griselda, Mitridate Eupatore και Il Sedecia
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Αλεσσάντρο Σκαρλάττι (ιταλ. Alessandro Scarlatti, 2 Μαΐου 166024 Οκτωβρίου 1725) ήταν Ιταλός συνθέτης της εποχής μπαρόκ. Έγραψε πλήθος όπερες και καντάτες δωματίου, ενώ θεωρείται ο «πατέρας» της Ναπολιτάνικης όπερας. Οι γιοί του, Ντομένικο και Πιέτρο Φίλιππο, έγιναν επίσης γνωστοί συνθέτες.

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πιέτρο Αλεσσάντρο Γκάσπαρε Σκαρλάττι γεννήθηκε στο Παλέρμο, μέρος του τότε Βασιλείου της Σικελίας.

Υπήρξε μαθητής του Τζάκομο Καρίσσιμι στη Ρώμη, όπου και παρουσιάστηκε η πρώτη του όπερα, Gli Equivoci nell sembiante το 1679. Το έργο συγκίνησε τη Χριστίνα της Σουηδίας, που διέμενε τότε στη Ρώμη, η οποία του προσέφερε τη θέση του Maestro di Cappella (μουσικός διευθυντής του παρεκκλησίου). Τον Φεβρουάριο του 1684 διορίζεται μουσικός διευθυντής του παρεκκλησίου του Αντιβασιλέα της Νάπολης· είναι πιθανό να μεσολάβησε η αδελφή του συνθέτη, Ρόζα, τραγουδίστρια της όπερας, η οποία ενδεχομένως να διατηρούσε σχέσεις με Ναπολιτάνο ευγενή. Κατά τη διαμονή του εκεί, έγραψε μια σειρά από όπερες, που κέρδισαν το κοινό χάρη στη εκφραστικότητα και τη ροή τους, ενώ συνέθεσε πολλά άλλα έργα για εθνικές εορτές και επετείους.

Το 1702 ο Σκαρλάττι εγκαταλείπει τη Νάπολη και δεν επιστρέφει παρά μόνο αφού η Αυστρία έχει κατατροπώσει τους Ισπανούς κατακτητές. Στο μεσοδιάστημα βρίσκει επαγγελματική στέγη στον μαικήνα Φερδινάνδο των Μεδίκων, για τον οποίο γράφει όπερες, που παίζονται στο ιδιωτικό του θέατρο κοντά στη Φλωρεντία. Επιπλέον, αναλαμβάνει τη μουσική διεύθυνση του παρεκκλησίου του καρδιναλίου Οττομπόνι, ο οποίος τον επόμενο χρόνο τον προτείνει για μαέστρο στη Βασιλική της Σάντα Μαρία Ματζιόρε της Ρώμης.

Έχοντας επισκεφθεί τη Βενετία και το Ουρμπίνο το 1707, επιστρέφει το 1708 στη Νάπολη, όπου και παραμένει μέχρι το 1717. Οι Ναπολιτάνοι έχουν, ωστόσο, κουραστεί από τη μουσική του, και ο Σκαρλάττι στρέφεται στο -πιο δεκτικό- κοινό της Ρώμης. Στο Θέατρο Καπρανίκα ανεβαίνουν μερικές από τις καλύτερές του όπερες, καθώς επίσης και ορισμένα θρησκευτικά του έργα, που περιλαμβάνουν μια λειτουργία που έγραψε το 1721 για τον καρδινάλιο Ακουαβίβα, προς τιμή της Αγίας Καικιλίας. Το τελευταίο μεγάλης κλίμακας έργο του θεωρείται η ημιτελής καντάδα, που έγραφε για τους γάμους του Πρίγκηπα του Στιλιάνο, το 1723. Ο Σκαρλάττι απεβίωσε στη Νάπολη το 1725 σε ηλικία 65 ετών.

Η μουσική του Σκαρλάττι αποτελεί σημαντικό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη φωνητική μουσική του πρώιμου μπαρόκ, που έχει σαν κέντρο τη Φλωρεντία, τη Βενετία και τη Ρώμη, και την κλασική σχολή τραγουδιού του 18ου αιώνα. Το ύφος του λειτουργεί ως μεταβατικό στοιχείο: όπως και οι περισσότεροι Ναπολιτάνοι συνάδελφοί του, δείχνει να έχει μια σχεδόν σύγχρονη αντίληψη της ψυχολογίας που σχετίζεται με τη μετατροπία και χρησιμοποιεί σαν βασικό συστατικό την ασύμμετρη κατανομή των φράσεων -τυπικό χαρακτηριστικό της Ναπολιτάνικης Σχολής. Στις πρώιμες όπερές του διατηρούνται οι παλιές καντέντσες στα ρετσιτατίβι τους, ενώ οι μικρές τους άριες συνοδεύονται πότε από κουαρτέτο εγχόρδων, πότε από συνεχές βάσιμο. Μέχρι το 1686 έχει εδραιώσει τη φόρμα της Ιταλικής Ουβερτούρας, έχοντας παράλληλα αντικαταστήσει τη -μέχρι τότε- διμερή μορφή της άριας με τη στροφική φόρμα ντα κάπο. Οι πιο αξιοσημείωτες όπερες της εποχής περιλαμβάνουν τη "La Rosaura" (1690) και τον Πύρρο και Δημήτριο (Pirro e Demetrio,1694), στην οποία περιέχονται οι φημισμένες άριες "Le Violette" και "Ben ti sta, traditor".

Από το 1697 και εφεξής, επηρεασμένος πιθανόν από το ύφος του Τζιοβάννι Μπονοντσίνι και τη βασιλική μόδα της εποχής, οι άριές του τείνουν να είναι πιο συμβατικές ως προς το ρυθμικό τους στοιχείο, ενώ οι ενορχηστρώσεις φαίνονται κάπως βιαστικές και ατημέλητες, όχι όμως χωρίς λαμπρότητα, καθώς χρησιμοποιεί συχνά τρομπέτες και όμποε σε ταυτοφωνία με τα βιολιά. Οι όπερες που έγραψε για τον Φερδινάνδο των Μεδίκων δεν σώζονται· ίσως εκεί θα ανακαλύπταμε ένα διαφορετικό ύφος, καθώς η αλληλογραφία του με τον Πρίγκηπα μαρτυρά μια πολύ ειλικρινή έμπνευση.

Το αριστούργημά του, Μιθριδάτης Ευπάτωρ (Mitridate Eupatore) που γράφτηκε στη Βενετία το 1707, περιέχει εξαιρετικά προοδευτική μουσική σε σχέση με ό,τι είχε γράψει στη Νάπολη, τόσο από άποψη τεχνικής, όσο και από την αισθητική σκοπιά. Οι ύστερές του ναπολιτάνικες όπερες μαρτυρούν το στοιχείο του εντυπωσιασμού, αλλά τους λείπει το αισθηματικό βάθος· η ενορχήστρωση είναι πολύ πιο προσεγμένη απ' ό,τι στο παρελθόν, καθώς ρίχνει το βάρος στη συνοδεία των φωνών χρησιμοποιώντας το κουαρτέτο εγχόρδων, ενώ το τσέμπαλο χρησιμοποιείται αποκλειστικά στα θορυβώδη και έντονα ριτορνέλλι. Ειδικά στην όπερα Αυτοκράτειρα Θεοδώρα (La Teodora augusta, 1697) εισάγει για πρώτη φορά το ορχηστρικό ριτορνέλλο. Οι τελευταίες του όπερες, γραμμένες για τη Ρώμη, επιδεικνύουν ένα βαθύτερο ποιητικό συναίσθημα, όπου οι πιο ευδιάκριτες μελωδίες συνδυάζονται με ένα πιο νεωτεριστικό ύφος ενορχήστρωσης· χρησιμοποιεί τα κόρνα για πρώτη φορά, τα οποία προσδίδουν ένα εξαιρετικό εφέ.

Πέρα από τη σύνθεση όπερας, ο Σκαρλάττι γράφει έναν μεγάλο αριθμό από ορατόρια και σερενάτες, στα οποία διαφαίνεται ένα παρόμοιο ύφος μ' αυτό των μελοδραμάτων του. Οι καντάτες του για σόλο φωνή φτάνουν περί τις 500 και αντικατοπτρίζουν τον πλέον διανοουμενίστικο τύπο μουσικής δωματίου της εποχής· δυστυχώς οι περισσότερες δεν εκδόθηκαν στις μέρες του και σώζονται μόνο σε χειρόγραφα. Οι λειτουργίες του και έτερη θρησκευτική μουσική παίζουν έναν μάλλον μικρό ρόλο αν αναλογιστούμε τα υπόλοιπα έργα του, ωστόσο στη Λειτουργία της Αγίας Καικιλίας (Messa di Santa Cecilia, 1721) βλέπουμε να γεννάται ένα ύφος, που θα τελειοποιηθεί αργότερα, στα έργα του Μπαχ και του Μπετόβεν. Όσο για τα οργανικά του έργα, τα οποία παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον, διαφαίνεται μια προσκόλληση στο παρελθόν εν συγκρίσει με τα φωνητικά του έργα.

Το 1678 παντρεύτηκε την Αντόνια Ανσαλόνε και απέκτησε 10 παιδιά, εκ των οποίων ο Πιέτρο Φίλιππο (1679 - 1750) και ο Ντομένικο (1685 - 1757) έγιναν συνθέτες.

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 13899453p. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 3,2 Ζαν-Νταβίντ Μπλαν: (Γαλλικά) AlloCiné. 35531. Ανακτήθηκε στις 7  Απριλίου 2017.
  4. «A Dictionary of Music and Musicians» (Αγγλικά) Oxford University Press. 1878.
  5. 5,0 5,1 Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 3275. Ανακτήθηκε στις 3  Δεκεμβρίου 2020.
  6. The Fine Art Archive. cs.isabart.org/person/35470. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  7. Ανακτήθηκε στις 24  Ιουνίου 2019.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]